Ποινικό Δίκαιο |
Το ποινικό δίκαιο αφορά στις υποθέσεις τέλεσης εγκλημάτων, δηλαδή πράξεων που αντιβαίνουν στη νομοθεσία και για τις οποίες η Πολιτεία έχει ποινική αξίωση σε βάρος του παραβάτη. Τα εγκλήματα διακρίνονται σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα, τα οποία είναι και τα σοβαρότερα. Τα εγκλήματα δικάζονται σε δημόσια κατά κανόνα δίκη, αντικείμενο της οποίας είναι η εξακρίβωση της αλήθειας με κάθε νόμιμο τρόπο, ενώ ο κατηγορούμενος θεωρείται αθώος, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη σε βάρος του απόφαση. Αρμόδια κρατική υπηρεσία για την εξιχνίαση των εγκλημάτων και τη σύλληψη των δραστών είναι κυρίως η Αστυνομία, η οποία δρα είτε αυτεπαγγέλτως είτε έπειτα από καταγγελία του πολίτη∙ αν καταγγέλλων είναι το θύμα του εγκλήματος, υποβάλλει έγκληση, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση γίνεται λόγος για μήνυση. Η Εισαγγελία Πρωτοδικών εξετάζει τη βασιμότητα της καταγγελίας και υπάγει τη συμπεριφορά που έχουν επιδείξει οι διωκόμενοι στην κατάλληλη ποινική διάταξη, απαγγέλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη δέουσα κατηγορία σε βάρος τους. Όταν ο δράστης ενός εγκλήματος συλληφθεί σε χρόνο πριν την παρέλευση όλης της επόμενης ημέρας από την τέλεσή του, τότε το έγκλημα θεωρείται«αυτόφωρο» και δικάζεται κατά ειδική διαδικασία. Ανεξάρτητα αν πρόκειται για πλημμέλημα ή κακούργημα ο δράστης παραμένει κρατούμενος –κατά κανόνα- σε Αστυνομικό Τμήμα, ενώ, αν πρόκειται για πλημμέλημα, εισάγεται σε δίκη στον αμέσως αναγκαίο χρόνο, ώστε από το δικαστήριο να κριθεί η περαιτέρω δικονομική του μεταχείριση∙ αντιθέτως, στα κακουργήματα ο κατηγορούμενος παρουσιάζεται στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και στον Ανακριτή και ακολουθεί η συνήθης διαδικασία της κύριας ανάκρισης. Σε κάθε περίπτωση, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να επικουρείται από συνήγορο. Εφόσον η υπόθεση δε δικαστεί με τη διαδικασία του αυτοφώρου, ο κανόνας είναι ότι ακολουθεί η προδικασία, που αφορά στην πορεία της καταγγελίας και στην αξιολόγηση κατά πόσο πρέπει αυτή να φτάσει σε δημόσια δίκη, ώστε να μη στιγματίζονται αδίκως εκείνοι που εσφαλμένως έχουν διωχθεί. Στα πταίσματα και στα ελαφρά πλημμελήματα η προδικασία δεν είναι υποχρεωτική και η παραπομπή γίνεται απευθείας στο ακροατήριο, ενώ στα σοβαρότερα πλημμελήματα και στα κακουργήματα διενεργείται οπωσδήποτε κάποιας μορφής έλεγχος της υπόθεσης, καθώς απαιτούνται συχνά περισσότερες αποδείξεις, που συνήθως συγκεντρώνονται με την παραγγελία προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης. Εφόσον κριθεί ότι υπάρχουν ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο, αν πρόκειται για πλημμέλημα, ενώ για κακούργημα διατάσσεται κύρια ανάκριση, που είναι η σοβαρότερη προδικαστική διαδικασία, και μετά το πέρας της, που γίνεται με την απολογία του κατηγορουμένου, κρίνεται αμέσως από τον Ανακριτή και τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών αν ο κατηγορούμενος θα μείνει ελεύθερος υπό όρους –και ποιους- ή αν θα κρατηθεί προσωρινά μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο. Οι υποθέσεις εκδικάζονται ανάλογα με το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε κατά την προδικασία από την Εισαγγελία Πρωτοδικών στην πράξη που τελέστηκε από τα Πταισματοδικεία, τα Πλημμελειοδικεία και το Εφετείο Κακουργημάτων, που όταν αποτελείται και από ενόρκους ονομάζεται Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα ενώπιον κάθε δικαστηρίου να παρίσταται με δικηγόρο αλλά στα κακουργήματα η Πολιτεία υποχρεούται επίσης να του διορίσει συνήγορο υπεράσπισης, εφόσον ο ίδιος δεν μπορεί να προσλάβει έναν. Το θύμα του εγκλήματος επίσης μπορεί να συμμετέχει δικονομικά στη δίκη όχι μόνο ως μάρτυρας κατηγορίας αλλά και δια συνηγόρου που παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων και αιτείται αποζημίωσης από την άδικη σε βάρος του εντολέα του πράξη. Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να μην παρίσταται αυτοπρόσωπα στο δικαστήριο αλλά να εκπροσωπείται δια πληρεξούσιου προς τούτο συνηγόρου, ενώ αντίστοιχο δικαίωμα έχει και ο πολιτικώς ενάγων, ο οποίος, όμως, είναι υποχρεωμένος να εμφανίζεται, για να εξετάζεται ως μάρτυρας κατηγορίας. Μετά το τέλος της δίκης σε α΄ βαθμό ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει ένδικα μέσα εναντίον της απόφασης, εφόσον νομίζει ότι υπάρχει σφάλμα οποιασδήποτε μορφής και εφόσον αυτό επιτρέπεται από το νόμο. Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο Εισαγγελέας, ενώ ο πολιτικώς ενάγων δεν έχει μεν αυτοτελές δικαίωμα για άσκηση ενδίκων μέσων μπορεί, όμως, να αιτηθεί στην Εισαγγελία δι’ αιτήσεως να ασκηθεί ένδικο μέσο από τον δικαιούμενο προς τούτο Εισαγγελέα επ’ ωφελεία εκείνου. Τα κύρια ένδικα μέσα είναι η έφεση και η αναίρεση, με την τελευταία να αφορά μόνο στα νομικά σφάλματα της απόφασης και να επιτρέπει την εξέταση της νομικής βασιμότητας της απόφασης ενώπιον του Αρείου Πάγου, που εδρεύει στην Αθήνα. Όταν η απόφαση καθίσταται αμετάκλητη, όταν δηλαδή δεν έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα ή όταν κριθεί και το τελευταίο από τα ασκηθέντα, τότε αρχίζει το στάδιο της εκτέλεσης της απόφασης. Βέβαια, μια απόφαση μπορεί να έχει αρχίσει να εκτίεται με διάφορους τρόπους και πριν το στάδιο αυτό, ωστόσο ο κανόνας είναι μετά την αμετάκλητη κρίση να εκτίεται καθ’ ολοκληρία η ποινή που επιβλήθηκε. Ως «έκτιση» της ποινής δεν πρέπει να νοείται απαραίτητα μόνο ο εγκλεισμός του καταδικασμένου σε σωφρονιστικό κατάστημα, που συνδέεται κυρίως με τα κακουργήματα, αλλά –συνηθέστερα και ιδίως στα πλημμελήματα- η υποχρέωσή του να καταβάλλει το χρηματικό ποσό από τη μετατροπή της ποινής του σε χρηματική και καθώς και τα έξοδα της δίκης. Παρολ’ αυτά, και στο στάδιο αυτό υπάρχουν δικονομικές δυνατότητες βελτίωσης της θέσης του καταδικασμένου, ιδίως όταν αυτός βαρύνεται με περισσότερες καταδίκες. Τέλος, συχνά στην πράξη εμφανίζεται το φαινόμενο οι κατηγορούμενοι να έχουν δικαστεί ερήμην, χωρίς δηλαδή να παρίστανται στο δικαστήριο, συνήθως λόγω κακής επίδοσης των κατηγορητηρίων, οπότε πρέπει να ασκηθούν ένδικα βοηθήματα, ώστε να ανατραπούν οι συνέπειες των αποφάσεων που έχουν ερήμην εκδοθεί και να παύσει η εκτέλεση αυτών. Όλες οι καταδικαστικές αποφάσεις που αφορούν σε πλημμελήματα ή κακουργήματα αναγράφονται στο Δελτίο Ποινικού Μητρώου του κατηγορουμένου∙ από αυτό μπορούν να διαγραφούν οι αποφάσεις υπό αυστηρές προϋποθέσεις σε μη δημόσια διαδικασία που μπορεί να γίνει και δια πληρεξούσιου συνηγόρου. Η σημασία της ύπαρξης «λευκού» Ποινικού Μητρώου είναι πολύ μεγάλη, διότι όχι μόνο συνδέεται με την αναγνώριση του δικαιώματος αναστολής της ποινής στον καταδικασμένο κατηγορούμενο αλλά είναι και διοικητικό προαπαιτούμενο για σειρά επαγγελμάτων, όπως είναι οι ιδιωτικοί φύλακες ή οι δημόσιοι υπάλληλοι. Πρόσβαση στο Δελτίο Ποινικού Μητρώου έχουν οι πολίτες μέσω των γραφείων της κατά τόπον Εισαγγελίας αλλά και δια των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών. Τέλος, σε δίκες με στοιχεία διεθνικότητας, όταν δηλαδή εμπλέκονται περισσότερα κράτη κατά τη διάπραξη του εγκλήματος ή όταν ο κατηγορούμενος είναι αλλοδαπός, υπάρχουν ειδικές διαδικασίες για την έκδοση των αλλοδαπών κατηγορουμένων προς τα Κράτη που ζητούν εκείνα να τους δικάσουν για εγκλήματα που εκεί έχουν τελεστεί, ενώ για τα Κράτη – Μέλη της Ε.Ε. υπάρχει και το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης. Εναντίον όλων αυτού του είδους των εκδηλώσεων διακρατικής συνεργασίας μπορεί να στραφεί ο εκζητούμενος – κατηγορούμενος δια συνηγόρου να προσβάλλει το κύρος των ενεργειών των Κρατών, ενώ οι υποθέσεις αυτές αφορούν συνήθως σε σύνθετα νομικά ζητήματα. Το δικηγορικό γραφείο "SKG LAWYERS" προσφέρει στον τομέα των ποινικών υποθέσεων απόλυτα εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες τόσο σε συμβουλευτικό όσο και σε δικαστηριακό επίπεδο.
|