Περίληψη: Στην παρούσα υποστηρίζεται η θέση ότι δεν είναι επιτρεπτή η επίκληση απόλυτης ακυρότητας σε όφελος εκείνου, ο οποίος την προκάλεσε τελώντας ή συμμετέχοντας σε έγκλημα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του κατηγορουμένου που έχει λάβει εν γνώσει του τις υπερασπιστικές «υπηρεσίες» διαγραμμένου πρώην δικηγόρου από Δικηγορικό Σύλλογο. Η εν λόγω απόλυτη ακυρότητα συνδέεται με το «δικαίωμα σε επαρκή υπεράσπιση», όπως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ και την αμερικάνικη νομολογία, και επιχειρείται ένας συνολικός ορισμός του. Τέλος, προτείνεται η συμπλήρωση του ΚΠΔ με διατάξεις που να επιτρέπουν την κατ' εξαίρεση διεξαγωγή αποδεικτικής διαδικασίας περί των δικονομικών πραγματικών περιστατικών που κατέστησαν γνωστά μετά την τελεσίδικη απόφαση και ενώπιον των ποινικών Τμημάτων του Αρείου Πάγου.